- δυσαναπλήρωτος
- -η, -οαυτός που δύσκολα αναπληρώνεται: Ο χαμός της άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσαναπλήρωτος — η, ο αυτός που δύσκολα αναπληρώνεται ή αντικαθίσταται … Dictionary of Greek
αναντικατάστατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να τόν αντικαταστήσει άλλος, που δεν έχει αντικαταστάτη, δυσαναπλήρωτος, απολύτως αναγκαίος, απαραίτητος, χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αντικαταστατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek